Διαμαντής Καρασούλας: Ο Ήρωας Κωνσταντίνος Κουκίδης απ' την Γαστούνη

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Ο Ήρωας Κωνσταντίνος Κουκίδης απ' την Γαστούνη


Ο ήρωας τσολιάς και φρουρός της Ακρόπολης Κων. Κουκκίδης
του Κώστα Λούρμπα
Καθηγητή-τέως Δημάρχου Γαστούνης



Ο ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΟΥΚΙΔΗΣ (1925-1941) του Γεωργίου (1901-1932) και της Φωτεινής (1904-1942).

Ήταν 27 του Απρίλη 1941. Οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα. Μια απ' τις πρώτες τους δουλειές ήταν ν' ανεβούν στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, να κατεβάσουν το σύμβολό μας, τη σημαία μας και να υψώσουν τη δική τους. Φρουρός και παραστάτης της σημαίας μας ένας 17άχρονος Μικρασιάτης, με τη στολή της ΕΟΝ Θησείου, που το αίμα του έβραζε, η καρδιά του φλεγόταν κι η ψυχή του πέταγε, φτερουγίζοντας αετίσια, πάνω στις σελίδες της χιλιοδοξασμένης Ιστορίας μας ...

Ο Γερμανός αξιωματικός διατάζει το "φρουρό" μας να υποστείλει την γαλανόλευκη, κι εκείνος απαντά αυστηρά και μονολεκτικά: ΟΧΙ. Εκστατικοί στέκονται και κοιτάζουν, μια το παλληκάρι και μια τη σημαία μας, οι παριστάμενοι Γερμανοί στρατιώτες. Με σεβασμό κατεβάζουν απ' τον ιστό την Ελληνική Σημαία, τη διπλώνουν προσεκτικά και την τοποθετούν στα χέρια του φρουρού της. Εκείνος ακούει μέσα του μυριάδες φωνές να απαγγέλλουν τον τιμημένο όρκο: "Ου καταισχυνώ σύμβολα τα ιερά"... Σαν αστραπές περνούν, απ' το μυαλό του άξιου παλληκαριού, οι θυσίες των προγόνων μας. Βλέπει τον Λεωνίδα ν' αναφωνεί το "Μολών λαβέ", τον Ρήγα στη φυλακή να τραγουδά τον Θούριο, τις Σουλιώτισσες να χορεύουν το "έχε γειά καημένε κόσμε...", τους φαντάρους στη Βόρεια Ήπειρο να φωνάζουν "Αέρααα…".

Μια κίνηση, ο ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΟΥΚΙΔΗΣ, ξεδιπλώνει το ιερό πανί, τυλίγει το σώμα του μ' αυτό κι αγέρωχα, σταθερά κι αποφασιστικά κάνει δεκατέσσερα βήματα μπροστά. Το δέκατο πέμπτο ήταν στο κενό. Άπλωσε τα χέρια του, σαν το αϊτόπουλο τα φτερά του και πέταξε στην αθανασία...

...Κανένας δεν ανέφερε το όνομα του , σκοπού της Ακρόπολης, το πρωινό εκείνο της 27ης Απριλίου 1941.

O Kων/νος Kουκκίδης συνεχίζει τη μακρά και αδιάσπαστη αλυσίδα των φωτεινών παραδειγμάτων της φυλής μας και του αξίζει στο έπακρο αυτό το ελάχιστο μνημόσυνο.

Από όλες τις κατακτημένες χώρες, μόνο στην Ελλάδα επέτρεψαν οι Γερμανοί να υπάρχει δίπλα στη Σημαία τους και η Ελληνική Σημαία.

Ποιά στοιχεία συνηγορούν υπέρ του ανωτέρω ηρωικού γεγονότος;

1. Η δήλωση του επί κεφαλής της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού (Δ.Ι.Σ.), ότι πράγματι εκτων ιστορικών αρχείων, εμφαίνεται ότι «ο φρουρός στρατιώτης της σημαίας ηυτοκτόνησενπεριβληθείς ταύτην».

2. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, ο οποίος αρνήθηκε να παραστεί στην υποδοχήτωνΓερμανών στην Αθήνα και να ορκίσει την κυβέρνηση Κουϊσλιγκ – Τσολάκογλου, (Εύγε στονπατριώτη Ιεράρχη), στα απομνημονεύματά του, αναφέρει επί λέξει: «Ο Έλλην φρουρός της Ελληνικής Σημαίας επί της Ακροπόλεως, μη θελήσας να παραστεί μάρτυς του θλιβερού θεάματος της αναρτήσεως <εις τον ιστόν>, της εχθρικής σημαίας, ώρμησεν εκ της Ακροπόλεως κρημνισθείς καιεφονεύθη. Εκάθησα στο γραφείον μου περίλυπος μέχρι θανάτου και δακρύων…».

3. Η εφημερίδα Daily-Mail δημοσίευσε την 9/6/1941, την κάτωθι ανταπόκριση του μετέπειτα ακαδημαïκού Νίκολας Χάμμοντ από το Κάïρο: «Ο Κων/νος Κουκκίδης, Έλληνας στρατιώτης, ο οποίος φρουρούσε το Εθνικό Σύμβολο των Ελλήνων πάνω στην Ακρόπολη, στην Αθήνα, όταν μια ομάδα ναζί τον πλησίασε. Κρατούσαν τη σβάστικα στα χέρια τους. "Κατέβασε τη σημαία" του είπαν "και ανέβασε τη δική μας". Ο Κώστας Κουκίδης δεν ήξερε τη γλώσσα τους, μα κατάλαβε. Έσφιξε τα δόντια του, έλυσε το σκοινί και αργά-αργά άρχισε να κατεβάζει τη Γαλανόλευκη. Αμίλητος…Ύστερα κοντοστάθηκε για μια στιγμή, κάρφωσε τα μάτια του στον Γερμανό επικεφαλής και απότομα με ένα σάλτο βρέθηκε στο διπλανό βράχο με τη σημαία και ρίχτηκε στο κενό. Διακόσια μέτρα βάθος».

4. Ο Nicolas Hammond, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ, αξιωματικός Ειδικών Επιχειρήσεων Καΐρου στην Ελλάδα κατά την Κατοχή, γράφει: «Την 27ην Απριλίου 1941, λίγο προτού χαράξει, όλα ήσαν κλειστά. Τότε έμαθα ότι οι Γερμανοί διέταξαν τον φρουρό (σ.σ. τής σημαίας) της Ακροπόλεως να κατεβάσει το Ελληνικό Σύμβολο (σ.σ. από τον ιστό). Πράγματι, εκείνοςμετά την υποστολή, τυλίχθηκε με αυτήν καί αυτοκτόνησε, πέφτοντας από τον βράχο…»

5. Από τον λογοτέχνη μας Μενέλαο Λουντέμη στο έργο του: "Αυτοί που φέρανε την καταχνιά", γράφει: "…Θα σας πω κι εγώ δόκτωρ φον Γρέβεντις μια μικρή, ασήμαντη Ελληνική ιστορία. Όταν το 1941 ο φρουρός της δικής μας σεμνής σημαίας διατάχτηκε να την κατεβάσει, για να υψωθεί η δική σας, την κατέβασε, τυλίχτηκε μετά κι έπεσε χωρίς ηρωισμούς από το βράχο. Το ξέρετε; Όχι. Βλέπετε τα πιο χρήσιμα πράγματα τα μαθαίνει πάντα αργά…".

6. Στο λεύκωμα: "Έπεσαν για τη ζωή", έκδοση της Κ.Ε. του ΚΚΕ.

7. Σε πολλές επιστολές αναγνωστών του ημερήσιου Αθηναϊκού Τύπου.

8. Ο Εμμανουήλ Ναυπλιώτης σε συνέντευξή του στο "ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ" της 30/10/1990 αναφέρεια: "Δεν τον γνώριζα. Τ ο μόνο που θυμάμαι είναι ότι εκείνη την ημέρα ακούγαμε από το ραδιόφωνο τους Γερμανούς αξιωματικούς να αναφέρουν στο Φύρερ ότι τοποθέτησαν τη Γερμανική σημαία στην Ακρόπολη. Εκείνη όμως τη στιγμή, θυμάμαι, δημιουργήθηκε μια σύγχυση, ένα κενό, διεκόπη για λίγο η εκπομπή. Καταλάβαμε ότι κάτι είχε γίνει".

Συγκλονιστικά τυγχάνουν τά στοιχεία από τήν ακόλουθη ιστορική έρευνα τού αντιστασιακού ερευνητή Κώστα Γ. Κωστόπουλου:
«Ο Ήρωας Φρουρός, χτυπώντας πάνω στά βράχια, στήν διαδρομή τής πτώσεώς του στόνγκρεμό από τόν βράχο τής Ακροπόλεως, όταν τελικά κατατρακυλώντας, έπεσε στήν οδό Θρασύλλουστήν Πλάκα, είχε πολτοποιηθή καί η στολή του ήταν καταξεσκισμένη. Όταν τόν περιμάζεψαν, δύο-τρείς κάτοικοι τής Πλάκας, δέν βρήκαν τίποτε επάνω του, εκτός από ένα τσαλακωμενοταχυδρομικό δελτάριο, στό οποίο έγραφε πολύ κακογραμμένα τό όνομα τού παραλήπτη:ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΚΙΔΗΣ.

Αυτά τά στοιχεία είχαν καταθέσει δύο γέροντες (επιζώντες ακόμη), σχετικά μέ τό ανωτέρω περιστατικό».

Μετά από επίπονες αναζητήσεις συναντήσαμε ένα γερο-τσαγκάρη. Αυτός ήταν ο γιός τού παγοπώλη, ο οποίος με το καροτσάκι του πήρε τόν νεκρό φρουρότόν επήγε στό Α’ Νεκροταφείο καίτόν έθαψε. Δυσκολευτήκαμε όμως να του δώσουμε νά καταλάβει το τι θέλαμε να μας πει, γιατί ούτε άκουγε, κι ούτε έβλεπε καλά. Στο τέλος, συγκινημένος, μας είπε: «Εκείνη τήν ημέρα είχαμε κλειστείστά σπίτια μας, όπως κι όλη η Αθήνα. Εγώ τότε ήμουν 16 χρονών. Ακούσαμε στόν δρόμο μία γρηάπού στρίγκλιζε. Πεταχτήκαμε τότε στόν δρόμο δύο-τρείςγια να δούμε το τι συμβαίνει, και τότε είδαμε το τραγικό αυτό θέαμα: Ένα χιλιοστραπατσαρισμένο πτώμα ντυμένο στο χακί και μία Σημαία γύρω του ματωμένη. Χαρτιά, πορτοφόλι κλπ. δεν βρέθηκαν επάνω του, εκτός από ένα δελτάριο, που έγραφε το όνομά του. Τό δελτάριο το κράτησε ένας φίλος του πατέρα μου. Επειδή ο πατέρας μου κι εγώ μοιράζαμε κολώνες πάγου στά σπίτια, είχαμε ένα καρότσι. Τό έβαλαν τό παλληκάρι μέσα μαζί μετην σημαία, το σκέπασαν με μια κουβέρτα και το πήγαν μαζί με τον φίλο του στο Α΄ Νεκροταφείο καιτο έθαψαν.

Εκεί βρήκαν έναν παπά και του είπαν τι είχε συμβεί. Αυτός τους πήγε σε έναν ανοικτό τάφο, τύλιξαν το παλληκάρι με ό,τι είχε μείνει από την σημαία, είπε και δύο-τρία λόγια ο παπάς και τόπαράχωσαν. Εκείνο όμως που πρέπει να σας τονίσω, αυτό το τραγικό περιστατικό από στόμα σεστόμα το είχε μάθει όλη η Αθήνα. Ο πατέρας μου φοβήθηκε και δεν με πήρε μαζί του. Εαν πήγαινα κι εγώ, τότε θα σας υπέδειχνα που ακριβώς είναι παραχωμένο το παλληκάριΤον πατέρα μου, τονέχασα τον Ιανουάριο του 1942 στην μεγάλη πείνα».

Όσην ώρα μας έλεγε αυτά, το γεροντάκι έτρεμε και ήταν δακρυσμένο. Όταν ρωτήσαμε τογεροντάκι (γιό του παγοπώλη), γιατί άφησε τόσα χρόνια για να πει τις μαρτυρίες του, μας απάντησε: «Από 17 χρονών εντάχθηκα στόν Αντιστασιακόν Αγώνα, και η Πατρίδα με αντάμειψε με το ναπεράσω όλη μου την ζωή μέσα σε φυλακές και εξορίες, από νησί σε νησί. Τι να έλεγα τότε; Ποιός θαμε πίστευε; Το μόνο που θα έκανα, θα ήταν να μου φόρτωναν στην πλάτη ακόμη μία κατηγορία, κι άντε μετά να βρεις την άκρη. Απο το 1974, όπου μπορούσα να μιλήσω, δεν με πλησίαζε κανένας. Πουνα τα έλεγα; Στα τέσσερα ντουβάρια;…».

Σ’ αυτόν τον αιώνιο φρουρό του Παρθενώνα, τον περιφρονημένο σήμερα ήρωα, που τ’ όνομά του ούτε καν αναφέρθηκε στις 18 Οκτώβρη του 1944, όταν η Ελληνική σημαία υψώθηκε και πάλι μόνη, τελείως ελεύθερη στην Ακρόπολη, στον Έλληνα αυτόν φαντάρο, που ούτε καν μνημονεύεται στην γιορτή της απελευθέρωσης της Αθήνας κάθε 18 του Οκτώβρη, σ’ αυτό το παλληκάρι που όχι μόνον άγαλμά του δεν υπάρχει πουθενά, αλλά ούτε ένας Ελληνικός δρόμος που να φέρει το όνομά του, ο τόσο πρόωρα (21 ετών) χαμένος ποιητής Βασίλης Κουρής, έχει αφιερώσει το παρακάτω ποίημα.

Ωδή στον φρουρό του Παρθενώνα 

Στων μακάρων όπου περιδιαβαίνεις, τα νησιά,
είθε του Απόλλωνα να σ’ ευφραίν’ η λύρα,
ανδρείε στρατιώτη.
Ωραίο να πεθαίνεις για την πατρίδα.
και σάβανό σου τη σημαία
στο κορμί σου τυλιγμένη νάχεις,
- ωραίο είναι.
Τρόπαια ένδοξα στη μνήμη σου δε στήθηκαν,
ουδέ αγάλματά σου.
Μα των Καρυάτιδων το δάκρυ
το μνήμα σου εις αεί θ’ αδαμαντοστολίζει
και ασπασμό στο μέτωπό σου θ’ αποθέτουν
για την ημέρα εκείνη,
που του βαρβάρου το ατσάλι
της Παλλάδος καταπάτησε την πόλη,
και συ,την γαλανόλευκη σφραγίζοντας με το φιλί σου,
στους ώμους ετύλιξες
κι από τον βράχο το άλμα έκανες προς την αθανασία,
τοις κείνων ρήμασιν πειθόμενος.

Από τις 27 Απριλίου του 1994, έχει εντοιχιστεί τιμητική πλάκα στους στρατώνες της Προεδρικής Φρουράς:
"Πλατεία Εύζωνα Κουκίδη Κωνσταντίνου. Έπεσε υπέρ πατρίδος την 27 Απριλίου 1941, κατακρημνισθείς απ' τον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως, τυλιγμένος με την Ελληνική Σημαία, υπερασπιζόμενος ταύτην μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός του, αρνούμενος να την παραδώσει στον Γερμανό κατακτητή".

Στις 12 Οκτώβρη του 2000, εκπρόσωποι από όλο το πολιτικό φάσμα, συμπαραστάθηκαν στον Δήμαρχο Αθήνας, στην τιμητική τελετή για τον στρατιώτη (ή εύζωνα ή πολίτη) Κωνσταντίνο Κουκίδη, ο οποίος έπεσε από την Ακρόπολη, τυλιγμένος με την Ελληνική Σημαία, την ώρα που οι Γερμανοί κατακτητές ύψωναν τη σημαία με τη σβάστικα στον Ιερό Βράχο. Βρέθηκαν, λοιπόν, κατά τον εορτασμό της απελευθέρωσης της Αθήνας, στις 12 Οκτωβρίου, πάνω στην Ακρόπολη, δίπλα στον Δημήτρη Αβραμόπουλο, οι υπουργοί Μιχάλης Σταθόπουλος και Κώστας Γείτονας, ως εκπρόσωποι της Κυβέρνησης, ο Προκόπης Παυλόπουλος, ως εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, αντιστασιακοί διαφόρων αποχρώσεων, καθώς και οι ήρωες της περιόδου, Απόστολος Σάντας και Μανώλης Γλέζος. Από κοντά και ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου με τον Ρώσο ομόλογό του Ιβάνοφ, που ανέβηκαν για άλλο λόγο, αλλά άκουσαν κι αυτοί την ομιλία του Δημάρχου.

Ο Δημήτρης Αβραμόπουλος είπε: "Με τη σεμνή τελετή θέλουμε να αποτίσουμε φόρο τιμής σε μία θρυλική μορφή. Η λέξη θρύλος κρύβει πολλά. Κρύβει και λίγο ιστορία, κρύβει και λίγο μύθο... Σημασία έχει αν εμείς -οι σημερινοί Έλληνες- θέλουμε να υπάρχουν τέτοιοι θρύλοι. Υπό αυτή την έννοια έχει τη δική του ηθική και Εθνική χρησιμότητα, αυτό που πράττουμε σήμερα, ικανοποιώντας την απαίτηση χιλιάδων συμπολιτών μας…".

Επειδή το λυρικό έχει μια ιδιάζουσα επίδραση και ταιριάζει πολύ στην ανθρώπινη φύση, θα παραθέσουμε μερικούς στίχους του Θέμη Γ. Καμπά, από το βιβλίο του "Ενός λεπτού σιγή", που αναφέρεται στον Κώστα Κουκίδη:

Οι Γερμανοί απόρησαν, οι Έλληνες αδιαφόρησαν.
Οι Γερμανοί θαυμάσανε, οι Έλληνες ξεχάσανε.
Οι Γερμανοί εννόησαν, οι Έλληνες …αγνόησαν!
Ήταν νέος, την τιμημένη του στρατού στολή φορώντας,
κι επάνω στην Ακρόπολη, την ένδοξη Σημαία μας φρουρώντας.
Εκεί υψώθηκε μαύρος αγκυλωτός σταυρός.
Εκεί στον ιερό το βράχο, εμπρός στο Μαρμαρένιο ποίημα,
σωριάστηκε ο Γαλανόλευκος Σταυρός.
Κι εδάκρυσε η θρυλική θεά, η Αθηνά Παλλάδα.
Δάκρυσε η ιστορία μας, δάκρυσε η Ελλάδα.
Τότε ο Στρατιώτης μας, τους Ούνους τους ξαφννιάζει,
γονάτισε ευλαβικά, καθόλου δεν διστάζει,
κανείς δεν τον προστάζει,
μαζεύει τη Σημαία μας, το άχραντο Σύμβολό μας,
τη δίπλωσε τη φίλησε, την έκρυψε στο στήθος
και…ύψωσε το Λαό μας!
Πηδά μαζί της στο κενό, τσακίζεται και μ' αίμα,
έβαψε το Στεφάνι του, του Μάρτυρα το Στέμα
την Άνοιξη του πρόσφερε, τα νιάτα του τα ωραία,
μαζί με τη Σημαία του, πετάξανε παρέα.
Κι έμεινε Ήρως αφανής, θρύλος χωρίς να γίνει
στη μνήμη μας το όνομα, τουλάχιστον να μείνει.
Το έβαψε η σημαία μας πολλές φορές, το ιερό πανί της,
με τέτοιο τρόπο όμως, κανείς δεν έπεσε μαζί της!
Αλήθεια, πως το έλεγαν κείνο το παλικάρι;
Το λέγανε Φιλότιμο Ελληνικό, να πάρει,
σύμβολο να δοξαστεί, ψηλά μες τους αιθέρες
κι εμείς τι κάνουμε; Σείομε φρενιτωδώς ομάδων τις παντιέρες!
Τίποτα λοιπόν γι' αυτόν, ούτε ένα καντηλάκι,
ούτε ένα ασήμαντο, με τ' όνομα στενάκι,
μια πλάκα εκεί που έπεσε, να γράφει σε μια άκρη:
"Εδώ δόξασε την Ελλάδα ο…" Ποιος; Ίσως στάξει ένα δάκρυ!
Το Μεγαλείο αυτό αγνόησαν οι Κυβερνήσεις.
Ντρέπομαι, είναι το ρήμα
τι να πω, αίσχος ή κρίμα!
Πριν πούμε Αιώνια η μνήμη, ψαλμός θρησκευτικός,
ν' ακουστεί από τα χείλη μας κι ύμνος μας Εθνικός
και τώρα που απαγγέλλω τους στίχους μου, αυτή την ιερή στιγμή
για σένα Κώστα ας κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή!
… Αυτοθυσία, το άγιασε το άξιο παλικάρι
κι ο Άγγελος λευκή ψυχή, κατέβηκε να πάρει.
Σαν είδ' ο Πλάστης την ψυχή, Σημαιοστολισμένη
με χρώματα του ουρανού και τόσο δοξασμένη,
ερώτησε τον Άγγελο, πως λέν το παλικάρι;
Έλληνα, αποκρίθηκε, Ελλάδας το καμάρι.
Κι ο Θεός εδάκρυσε, πρώτη φορά θωρώντας
τέτοια υπέροχη ψυχή κι ο ίδιος απορώντας,
αγκάλιασε, εφίλησε, το άξιο σεμνό παιδί,
το πήρε απ' το χέρι
και στόλισε τον ουρανό, τον έκανε ΑΣΤΕΡΙ.

Ο Κων/νος Κουκίδης έχει τις ρίζες του στη Μικρά Ασία και η οικογένειά του είχε πάρει κλήρο στη Γαστούνη, στο όνομα Νικόλαος Κουκουντάνης (1874-1935). Κουκίδη ήταν το επώνυμο της γιαγιάς του Ελένης Κουκίδη (1877-1942), συζύγου του Ν. Κουκουντάνη, που τον μεγάλωσε και αυτό χρησιμοποιούσε, γιατί είχε μείνει ορφανός από τον πατέρα του Γεώργιο Δημητρακόπουλο (1901-1932) σε παιδική ηλικία. 


(Βλέπε βιβλίο Κ. Λούρμπα: "Οι Μικρασιάτες της Γαστούνης").

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου